Το πλήθος που περιμένει στωικά μπροστά απ’ το υπαίθριο θέατρο ανεμίζει βεντάλιες στο χρώμα της άμμου. Αυτή η πολίχνη στα πόδια της θάλασσας έχει βγάλει απ’ τις ντουλάπες τα πιο καλά της ρούχα, έχει βάψει τα μάτια της, έχει ψαλιδίσει τα μουστάκια της κι ετοιμάζεται να ζήσει μια νύχτα που ο δήμαρχος θα φέρνει ως παράδειγμα στην προσπάθειά του να επανεκλεγεί. Οι πόρτες του θεάτρου δεν έχουν ανοίξει ακόμα κι οι θεατές ανταλλάζουν μεταξύ τους χονδροειδή αστεία, μάλλον επειδή νιώθουν άβολα μέσα στα πλουμιστά τους ρούχα. Είναι ένα κοινό που μοιάζει ανέτοιμο να παρακολουθήσει ένα σύγχρονο δράμα.

Αυτή η τραχύτητα στους τρόπους μπορεί να εξηγηθεί από μια μετάλλαξη του τοπίου. Εδώ και πενήντα χρόνια, μια ασθένεια σκοτώνει τα ψάρια και βάφει τη θάλασσα σε αποχρώσεις του καφέ. Όλες εκείνες οι βάρκες με τα ονόματα παιδιών και γυναικών μαραζώνουν ακυβέρνητες στη στεριά και κάθε χρόνος που περνάει τις ξεφλουδίζει και τις κάνει να μοιάζουν με παράθυρα που δεν άντεξαν να δουν το πέλαγος. Οι δρόμοι που κάποτε οδηγούσαν στη θάλασσα έχουν παραμεληθεί κι η άσφαλτος οδηγεί πλέον στις πλαγιές, εκεί όπου οι ντόπιοι καλλιεργούν τα χωράφια τους. Είναι μια μεταστροφή που απομακρύνει την ιδιοσυγκρασία απ’ τη θάλασσα και την στρέφει προς την ενδοχώρα: ένας παραθαλάσσιος πληθυσμός διαβιώνει ως ορεσίβιος, έχοντας πάψει ν’ αποζητεί την επιστροφή στο πρώιμο τοπίο.

Καθώς ο κόσμος περιμένει ν’ ανοίξουν οι πόρτες, ένα αστραφτερό αυτοκίνητο σταματάει με σιγουριά έξω απ’ το θέατρο. Ένας άντρας μ’ άτριχο κεφάλι βγαίνει και χαμογελάει συνεχώς, σαν να παρουσιάζει τον εαυτό του μέσα απ’ την καθαρότητα της κοσμητικής οδοντιατρικής. Μια φωνή πίσω απ’ τον δήμαρχο βλέπει αυτά τα λαμπερά δόντια και λέει «Τόση πορσελάνη είχα να δω απ’ τα σερβίτσια της μάνας μου». Αυτός ο χαμογελαστός άντρας μπροστά απ’ το αυτοκίνητο είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενός Φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα σε διάφορες περιοχές της επικράτειας. Είναι ο πρώτος που μπαίνει στο θέατρο κι επιθεωρεί τον χώρο, βαδίζοντας πάνω στα κομφορμιστικά του παπούτσια. Το θέατρο, αχρησιμοποίητο για παραστάσεις εδώ και χρόνια, στεγάζει κάθε Τρίτη και Παρασκευή τη λαϊκή αγορά της πόλης και στις τελευταίες θέσεις, εκεί που δεν ρίχνουν φως οι προβολείς, μπορεί να δει κανείς καφάσια στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, ακριβώς όπως τακτοποιεί το σπίτι της μια νοικοκυρά.

Ύστερα, οι πόρτες ανοίγουν και το κοινό συρρέει. Παίρνουν θέσεις χωρίς ν’ αποχωριστούν τα χαχανητά κι όπως κάθονται εκεί κι ανεμίζουν τις βεντάλιες τους μοιάζουν με μια υπερτροφική πεταλούδα που αδυνατεί πια να πετάξει. Μετά από ένα τέταρτο αναμονής, οι πιο εξωστρεφείς άντρες βάζουν δύο δάχτυλα στο στόμα κι αρχίζουν να σφυρίζουν. Διαποτισμένοι μ’ ένα αίσθημα πως το κοινό έχει πάντα δίκιο, οι θεατές διαμαρτύρονται για την καθυστέρηση στην έναρξη της παράστασης. Δέκα λεπτά αργότερα, κι ενώ η διαμαρτυρία κορυφώνεται, τα φώτα σβήνουν.

Κανείς δεν ξέρει ακριβώς την υπόθεση του έργου, που έχει για τίτλο «Το καραβάνι για τη θάλασσα» κι απόψε κάνει πρεμιέρα. Το έργο έχει γραφτεί για τις ανάγκες του Φεστιβάλ από έναν συγγραφέα με ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις κι αφηγείται την ιστορία ενός ορεινού οικισμού, όπου μια επιδημία σκοτώνει όλα τα ζώα υποχρεώνοντας τους κατοίκους να μεταναστεύσουν προς τη θάλασσα. Είναι μια διαδρομή αντίστροφη απ’ αυτή που έχουν ζήσει οι θεατές, με πρωταγωνιστές της ιστορίας ένα νεαρό ζευγάρι που ζει ένα ρομάντζο χλιαρό. Ακόμα κι οι κακουχίες που τους περιμένουν στη διαδρομή (μια θύελλα, το φαγητό που τελειώνει, μια επίθεση λύκων) δεν ξεφεύγει πότε απ’ την πεπατημένη του βουκολικού δράματος, ενώ σε κάποιες σκηνές που το κείμενο είναι κακογραμμένο και το μήνυμα αμφίσημο, οι θεατές, που τόσην ώρα παραμένουν σιωπηλοί παρά τη θέλησή τους, βρίσκουν την ευκαιρία να γελάσουν. Όταν η άφιξη στη θάλασσα επιτυγχάνεται, οι πρωταγωνιστές στέκονται μπροστά απ’ τους υπόλοιπους ηθοποιούς και ανταλλάσσουν λυρικές ατάκες, όπως «Τα παιδιά μας δεν θα δουν ποτέ το βουνό» ή «Εδώ θα χτίσουμε το σπιτικό μας» ή ακόμα «Όλα όσα ζήσαμε είναι πια μια ανάμνηση». Το έργο μοιάζει να μη στέκεται σε κανένα σημείο στο ύψος της θεματολογίας του, κυρίως επειδή μοιάζει να εξυπηρετεί έναν σκοπό κι όχι να υπηρετεί μια αλήθεια.

Αργότερα, τα φώτα ανάβουν κι οι ηθοποιοί υποκλίνονται. Μετά το χειροκρότημα, που ακούγεται ως υποχρέωση και καθόλου ως ειλικρινής στάση του κοινού, ο δήμαρχος ανεβαίνει στη σκηνή κάπως συγκινημένος και καλεί τον κόσμο να σκεφτεί όσα είδε και να τα συζητήσει με τον διπλανό του. «Αυτή η βραδιά», λέει, «πρέπει να συνεχιστεί». Είναι ουσιαστικά ένα ανοιχτό κάλεσμα προς τους θεατές για να γεμίσουν τα εστιατόρια και τα μπαρ της περιοχής, σε μια προσπάθεια να τονωθεί η τοπική οικονομία μέσω της ευαισθητοποίησης: η αύξηση της κατανάλωσης γίνεται τότε ένα καθήκον πατριωτικό.

Πολλοί απ’ τους θεατές κατακλύζουν όντως τα εστιατόρια και τα μπαρ και καμιά ώρα αργότερα βλέπουν τους ηθοποιούς ν’ ακροβολίζονται σε σκόρπια τραπέζια. Συνομιλούν μαζί τους, ζητούν αυτόγραφα κι ο δήμαρχος δεν διστάζει να κάνει νόημα στους φωτογράφους για να τον απαθανατίσουν μαζί με τους συντελεστές της παράστασης. Θα ήθελαν να συνομιλήσουν και με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, όμως εκείνος είναι απόμακρος, στέκεται σε μια γωνιά με το χέρι στην τσέπη και μιλάει στο κινητό του τηλέφωνο. Αποθεώνει χαμογελαστός την παράσταση, μολονότι δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν μιλάει με τους γονείς του, με κριτικούς θεάτρου ή με ανώτερούς του σε κάποιο υπουργείο.

Αυτό το πλήθος που πριν από την παράσταση θύμιζε μια άμορφη μάζα αρχίζει τώρα, μέσω της συναναστροφής, ν’ αποκτά μια σχετική συνοχή, ανακαλύπτοντας έναν καινούργιο κώδικα επικοινωνίας. Σχεδόν νομοτελειακά, ένα κομμάτι της αυθεντικότητάς τους αποπλέει: τα γέλια έχουν κοπάσει, οι βεντάλιες έχουν κλείσει και τα ρούχα μοιάζουν μια ιδέα πιο συμβατά με τους ανθρώπους που τα φορούν. Τσιμπολογούν μεζέδες, πίνουν κρασί και κοιτούν αμήχανα. Οι τρόποι τους λειαίνονται όπως ακριβώς λειαίνεται ένα τοπίο που καλλιεργείται. Όμως απόψε δεν έχει σημασία το τοπίο, αλλά η προοπτική του.

Η νύχτα έχει πέσει για τα καλά και το μαύρο τ’ ουρανού καλύπτει την ασχήμια μιας καφετιάς θάλασσας. Μια παρέα εφήβων έχει αποκοπεί απ’ τους υπόλοιπους κι έχει καθήσει στα βράχια στην άκρη της παραλίας. Είναι άγνωστο σε ποιο βάθος θα τους επηρεάσει το έργο που παρακολούθησαν, όμως απόψε η θεματική της κουβέντας τους έχει αλλάξει. Κοιτούν τη θάλασσα και σκέφτονται πώς θα ήταν αν δοκίμαζαν την τύχη τους κάπου αλλού, μακριά από ’δω, σε μια άλλη στεριά.

«Θα μπορούσαμε να πάρουμε μια βάρκα και να φύγουμε» λέει ένα αγόρι. «Ξέρω μάλιστα κάποιον που θα μπορούσε να μας βοηθήσει».

«Ναι, και να φτιάξουμε ένα καινούργιο σπίτι εκεί» προσθέτει ένα κορίτσι, που βρίσκεται εμφανώς υπό την επήρεια του έργου.

«Όλα θα φτιάξουν» λέει ένα δεύτερο αγόρι. «Αρκεί να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας».

Αυτός ο ηρωικός τόνος στις φωνές τους είναι απολύτως συμβατός με τη νύχτα που μόλις έζησαν: μια συνείδηση πλάθεται ακαλαίσθητα πλάι στο νερό και χίλια όνειρα αναδύονται μονομιάς στην επιφάνεια. «Όλα θα γίνουν καλύτερα», λένε και ξαναλένε: μετά από μια σημαντική δόση πολιτικής ορθότητας αυτό που απομένει είναι η δυναμική της φρούδας ελπίδας. Η θάλασσα, βαριά άρρωστη, ακούει τις κουβέντες τους και τις παίρνει μακριά, για να τις ενώσει μαζί με παρόμοιες φωνές σ’ άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Όλες αυτές οι άγουρες ευχές ντύνονται τότε απ’ το κύμα και γίνονται ένα τραγούδι για εκείνους που θα συνθλιβούν απ’ το ταξίδι στη λερωμένη θάλασσα.

*Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Bookpress τον Αύγουστο του 2017.