Μεσημέρι στο Tiergarten. Το ποτάμι κόβει στα δύο το μεγάλο πάρκο της πόλης. Στις όχθες του, άνθρωποι που λιάζονται και πίνουν μπύρα. Ποδήλατα παρατημένα στο γρασίδι και ρόδες που αστράφτουν απέναντι στον ήλιο. Οι πιο οργανωμένοι έχουν φέρει ψάθες, φαγητό και γυάλινα ποτήρια. Πικ-νικ στην άκρη του ποταμού, μια απροσδόκητη άνοιξη που ξεκίνησε ήδη απ’ το Φλεβάρη. Στη μια άκρη του πάρκου ο πάλαι ποτέ κακόφημος σταθμός του Zoo και στην άλλη η Potsdamer platz με τους ουρανοξύστες.

Κάποια στιγμή, σχεδόν νομοτελειακά, οι κουβέντες σταματούν, τα μάτια κλείνουν και τα κεφάλια γυρίζουν προς τον ήλιο. Κάθονται έτσι μέχρι τα πρόσωπά τους να γίνουν κόκκινα. Είναι ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα που διαρκεί μέχρι την επόμενη σκέψη. Όταν αυτή έρθει, τα μάτια ανοίγουν και η κουβέντα επιστρέφει. Τα πρόσωπα μοιάζουν τότε φωτεινά, ίσως επειδή μπορούν ακόμα ν’ απολαύσουν τον ελεύθερο τους χρόνο σ’ ένα πάρκο.

Υπέργεια τρένα που διασχίζουν τους παρακείμενους σταθμούς κι ο θόρυβος τους σβήνει πίσω από τα δέντρα. Οι επιβάτες κοιτούν απ’ τα παράθυρα το πάρκο. Ανυπομονούν να βρεθούν κι αυτοί ξαπλωμένοι νωχελικά απέναντι στον ήλιο. Να έχουν ελεύθερο χρόνο και να μην κάνουν τίποτα. Μπύρα και κουβέντα ονειρεύονται, ό,τι κάνουν αυτοί οι μικροσκοπικοί άνθρωποι στη σκιά των δέντρων. Κοιτάζουν φευγαλέα την εικόνα και την παίρνουν μαζί τους σαν μια καρτ-ποστάλ της ημέρας. Γι’ αυτούς, το διάλειμμα από την πραγματικότητα διαρκεί μέχρι τον επόμενο σταθμό.