Είναι ευκατάστατοι και στα μάτια κάποιου τρίτου μοιάζουν να τα έχουν όλα. Το σπίτι στο νησί έχει έναν μεγάλο κήπο που χρειάζεται συνεχώς περιποίηση. Ο άντρας στερεώνει κάθε μέρα ένα ψάθινο καπέλο στα λευκά μαλλιά του και παίρνει το κλαδευτήρι παραμάσχαλα. Ανεβαίνει στη σκάλα κι αρχίζει να ψαλιδίζει τα καρποφόρα δέντρα. «Δε χρειάζονται κούρεμα, χριστιανέ μου!», φωνάζει η γυναίκα του απ’ το μπαλκόνι. «Να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ!» της απαντάει. Αυτές οι κραυγές που ανταλλάσσουν ακούγονται δυο τετράγωνα μακριά και δεν είναι αφετηρία διαλόγου. Είναι οι φωνές ενός ζευγαριού που παρασύρθηκε νωρίς απ’ την ένταση και ξέχασε να μιλάει κανονικά. «Δε σκοπεύω να πάρω το ποδήλατο σήμερα», φωνάζει εκείνη. «Σκασίλα μου!», ουρλιάζει αυτός ψαλιδίζοντας κλαδάκια.

Μεθαύριο έρχονται τα κορίτσια στις Σπέτσες. Από τότε που τα παιδιά έφυγαν απ’ το σπίτι, οι σύντομες επιστροφές τους γίνονται ένας λόγος επιπλέον έντασης. Βαθιά μέσα τους προσπαθούν να θυμηθούν πώς έμοιαζαν εκείνες οι μέρες που συμβίωναν όλοι μαζί σαν οικογένεια και τώρα, σε κάθε επιστροφή των κοριτσιών, αισθάνονται πώς είναι καθήκον τους να προσπαθήσουν να τις ξαναζήσουν. Αυτή η ανάκληση των αναμνήσεων είναι η απάντησή τους στο χρόνο που περνάει και τους κάνει παράξενους και γέρους -και τα κορίτσια μοιάζουν με το ελιξήριο της νεότητας. Ίσως ακόμα να ελπίζουν ότι θα επιστρέψουν μια μέρα μόνιμα στο σπίτι και θα ζουν ξανά όλοι μαζί.

«Πάλι κοτόπουλο πήρες, μωρέ;» του λέει. «Έτσι την έμαθες την κόρη σου!», της απαντάει, «να τρώει μόνο κοτόπουλο!» Η μεγάλη κόρη περιπλανήθηκε στην επαρχία της Αγγλίας για μερικά χρόνια κι απόκτησε συνήθειες που το σπίτι αρνήθηκε να καταλάβει. Βρήκε απάγγειο σε κάποιον Τζο ή Τζακ και με τον καιρό άρχισε να τρώει μόνο κοτόπουλο. «Φεύγω, πάω στο μαγαζί να ησυχάσω!», φωνάζει η γυναίκα όρθια στο μπαλκόνι. «Επιτέλους!», απαντά ο σύζυγος.

Συνεχίζει να κουρεύει δέντρα και θάμνους για να φέρει το οικιακό τοπίο σε μια συμμετρία. Προσπαθεί να βάλει τον κήπο σε μια τάξη, ίσως έτσι να πιστεύει ότι η ζωή του θ’ ανακτήσει το νόημά της. Τώρα που η γυναίκα του πηγαίνει στο μαγαζί, θα του λείψει. Δε θα έχει σε ποιον να ξεσπάει. Θα τσακώνεται μόνος του, θα της μιλάει στο μυαλό του. «Θα μου πει εμένα ότι δε χρειάζονται κούρεμα…», μονολογεί. «Γιατί δηλαδή, οι καταθέσεις μου στην τράπεζα χρειάζονται κούρεμα; Για πες εσύ που τα ξέρεις όλα!» Βγάζει το καπέλο και σκουπίζει τον ιδρώτα του.

*

  Κάθεται στο μαγαζί και μιλάει στο τηλέφωνο. Παίρνει φίλες της που έχουν κσταστήματα στην Αθήνα κι ανταλλάσσουν παράπονα. «Ναι, ναι κι εδώ χάλια»:όποια προλάβει να το πει πρώτη δικαιούται να κάνει και τα περισσότερα παράπονα. Είναι περιτριγυρισμένη από λιτά ρούχα και αξεσουάρ που κοστίζουν μια περιουσία το καθένα. Παραπονιέται ότι κανείς δεν αγοράζει. Είναι η κρίση των άλλων που τους έχει αγγίξει. Όταν κλείνει το τηλέφωνο, μιλάει στο μυαλό της με τον άντρα της. «Ε βέβαια!», φωνάζει εκείνος, «εσύ φαγώθηκες να ψηφίσεις «Όχι» στο δημοψήφισμα! Πάρ’τα τώρα!» Σκέφτεται πόσο οργίζεται όταν της το λέει αυτό και γι’ αυτό θα του απαντούσε: «Δεν είχε σημασία ρε! Δεν το ‘δες;»

Ύστερα, σκέφτεται ότι έρχονται τα κορίτσια. Θα συζητήσουν σίγουρα για το δημοψήφισμα και θα τσακωθούν στο τραπέζι πάνω απ’ το κοτόπουλο. Η ψησταριά στην άκρη του κήπου θα καπνίζει ακόμα. Ό,τι κι αν ψήφισε ο καθένας τελικά δεν έχει αλλάξει τίποτα κι όμως εξακολουθούν να τσακώνονται επειδή αυτό ξέρουν καλύτερα να κάνουν. Σκέφτεται τις κόρες της που επιμένει να τις αποκαλεί κορίτσια –κι αυτό τον όρο τον έχει επιβάλει και στον άντρα της. Είναι μια προσωπική της νίκη η διαμόρφωση του οικογενειακού λεξιλογίου, το να τις αποκαλεί κορίτσια σημαίνει ότι είναι ακόμα μικρές και εξαρτημένες απ’ τους γονείς κι επομένως ελπίζει ότι μια μέρα θα επιστρέψουν στο σπίτι. Αχ να υπήρχε τρόπος να κάθονταν ξανά όλοι μαζί και να τσακώνονταν και να ένιωθαν νέοι. Να ξαναγίνονταν μια κανονική ελληνική οικογένεια.

*

  «Έτσι είμαι εγώ! Αρπάζομαι! Τι πρόβλημα έχεις;» Το πρόβλημα είναι ότι εκείνη δεν έχει πει τίποτα. Κάθεται και τον ακούει κι απλά κουνάει το κεφάλι της. Εκείνος βάζει το καπέλο κι ανεβαίνει φουριόζος στη σκάλα για να κόψει τα κλαδιά πάνω απ’ την εξώπορτα. «Θα βγάλουμε κανά μάτι!» φωνάζει ύστερα, ακούγεται μια σκάλα που πέφτει, μια κραυγή κι ένα κλαδευτήρι που κοπανάει στις πλάκες της αυλής μερικές φορές. Η γυναίκα βγαίνει στο μπαλκόνι κι όταν κάνει εξ αποστάσεως τη διάγνωση ότι ο σύζυγός της δεν έχει πάθει τίποτα, φωνάζει: «Καλά να πάθεις! Γέρος άνθρωπος κι ανεβαίνεις στις σκάλες!» Εκείνος είναι πεσμένος κάτω και μέχρι ν’ αποφασίσει αν θα κάνει θέατρο ή αν θα τη βρίσει, λέει απλώς: «Έπρεπε να σκοτωθώ να ησυχάσετε!»

*

  Το επόμενο μεσημέρι της λέει: «Αύριο τέτοια ώρα θα είναι εδώ τα κορίτσια. Να δούμε τι παραξενιά θ’ ακούσουμε πάλι». Κάθονται στην αυλή και τρώνε αγγουροντομάτα. Στο σπίτι έχουν ακροβολιστεί δύο καθαρίστριες και δύο κηπουροί αφήνοντάς τους άπλετο χρόνο για να τσακωθούν. Ωστόσο, τις μέρες που κάνουν άλλοι τις δουλειές γι’ αυτούς έχουν περισσότερο χρόνο για να προγραμματίσουν τους καβγάδες τους. Ξεκινούν κι οι δύο από θέση άμυνας, παριστάνουν τους συγκαταβατικούς, παίζουν τους ανοιχτόμυαλους, κάνουν ότι τάχα συζητούν. Όταν κάποιος απ’ τους δύο νευριάσει, ο άλλος προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος. Στο τέλος, όλα μοιάζουν με μια μάχη για το ποιος έχει δίκιο.

Η γυναίκα ρεμβάζει και προσπαθεί να δει τη θάλασσα. Η δόμηση είναι πυκνή και μπορούν να δουν μόνο μια μικρή φέτα απ’ το γαλάζιο. «Πόσοι πια θέλουν σπίτι στις Σπέτσες…», σκέφτεται κι όπως έχει αφαιρεθεί της πέφτει το πιρούνι απ’ το χέρι. «Κουλή είσαι; Σήμερα καθαρίσανε!» της λέει και κάνει μια κίνηση με το χέρι σαν να καλεί τις καθαρίστριες να βγουν στο μπαλκόνι για να διαμαρτυρηθούν. «Δεν κοιτάς τα χάλια σου, καημένε! Ολόκληρο κρατήρα άνοιξες με το κλαδευτήρι! Το πιρούνι σε πείραξε…»

Τσιμπολογάνε την αγγουροντομάτα και πίνουν ούζο με πολλά παγάκια. Δε μιλάνε για κάμποση ώρα. Έχουν συνηθίσει να κάθονται σ’ αυτή την αυλή και να σιωπούν. Αυτές οι παύσεις είναι το μεσοδιάστημα των σύντομων καβγάδων. Αποσυμπιέζουν την ένταση κι όταν βρίσκονται με παρέες προσπαθούν να μάθουν αν κι οι άλλοι καβγαδίζουν. Οι παρέες πάντα το εποβεβαιώνουν. Ναι, υπάρχει ένταση, αλλά κανείς δε φαίνεται να θέλει να επεξηγήσει πώς αυτή εκδηλώνεται. Κάθε ζευγάρι στον περίγυρό τους φαίνεται να κρατάει τις αιτίες των τσακωμών κρυφές. Ακολουθούν πάντα γενικόλογες συζητήσεις, που σκοπό έχουν να βρουν μια συλλογική αιτία. «Είναι το ταμπεραμέντο», λέει ο ένας. «Είναι τα προβλήματα», λέει ο άλλος. Στο τέλος όλοι καταλήγουν: «είναι η εποχή», λένε. Η εποχή έχει γίνει πια συνώνυμο της κρίσης. Δεν παραδέχεται κανείς λάθος επιλογές, κακές συμπεριφορές και δύστροπο χαρακτήρα. Όσα κρύβονταν κάτω απ’ το χαλί της ευμάρειας ξεσκεπάστηκαν απ’ την κρίση. Από την εποχή. Η εποχή έγινε το ιδανικό άλλοθι.

*

  Τα κορίτσια έρχονται με θαλάσσιο ταξί στις Σπέτσες. Έχουν βγάλει τις μουσούδες τους έξω και κρατάνε τα πλατύγυρα καπέλα για να μην τους τα πάρει ο αέρας. Έχουν καθαρές επιδερμίδες, φοράνε ακριβά γυαλιά ηλίου κι έχουν κάνει λεύκανση στα δόντια. Προσπαθούν ν’ αποπνέουν την υγεία του τζετ-σετ και σε κάθε συναναστροφή διαμαρτύρονται για τη λακτόζη. «Αδυνατίσατε!» λέει χαρούμενη η μητέρα τους μόλις πατάνε στη στεριά. «Τι αδυνατίσανε; Μισές μείνανε!» λέει ο πατέρας και στη διαδρομή για το σπίτι επαναλαμβάνει «Δεν ξέρετε να τρώτε!»

Αφήνουν τις γυαλιστερές βαλίτσες τους στον ήλιο και τριγυρνούν μόνες στο σπίτι. «Τίποτα δεν άλλαξε», διαπιστώνουν. «Φρόντισε η μάνα σας γι’ αυτό!», λέει ειρωνικά ο πατέρας τους. «Όσο περνούν τα χρόνια…», λέει η μητέρα και στριφογυρνάει το δείκτη στον κρόταφό της. Τα κορίτσια δε δίνουν σημασία σε κανέναν απ’ τους δύο. Φέρνουν στο τραπέζι λευκά πιάτα και τα μοιράζουν επιδέξια σαν τράπουλα. Ο πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει μέχρι να σερβιριστεί το φαγητό. Κάθεται και τις παρατηρεί και βλέπει πάνω τους ένα φιλμ γεμάτο συγκίνηση και παλιές προσδόκιες. Θέλει να πει κάτι που θα δείχνει ότι νοιάζεται γι’ αυτές, ότι ενδιαφέρεται, κάτι που θα έχει ζυγισμένη στοργή και λογική. «Τι θα γίνει ρε κορίτσια», λέει τελικά, «θα παντρευτείτε ή τα εγγόνια θα έχουν μακαρίτη παππού;»

Όταν τα φιλέτα κοτόπουλο σερβίρονται, κάθονται όλοι στο τραπέζι. Αυτές οι συναντήσεις μοιάζουν με μικρές Πρωτοχρονιές. Τσουγκρίζουν ποτήρια κι εύχονται και του χρόνου να είναι καλά: δεν καλωσορίζουν μια χρονιά, αλλά ένα καλοκαίρι. Είναι ένα ολόκληρο πρωτόκολλο αυτό που ακολουθείται, γραμμένο σε τεφτέρι οικιακό. Ο πατέρας θα ρωτήσει τι νέα, κάποια θα ξεκινήσει να μιλάει, ύστερα η μητέρα θα διαφωνήσει, οι τόνοι θ’ ανέβουν, ο πατέρας θα ζητήσει καλύτερη συμπεριφορά, θα του επιτεθούν. Θ’ αρχίσουν οι φωνές κι οι τσιρίδες, θα τσακωθούν όλοι με όλους, θα πετάξουν με τη σειρά τα μαχαιροπίρουνα κι ένας-ένας θ’ αποχωρήσουν. Θα κλειστούν στα δωμάτια τους και πάνω απ’ τα μισοφαγωμένα φιλέτα θα μαζευτούν μέλισσες.

Αυτόν τον Αύγουστο, ο καβγάς γίνεται για το δημοψήφισμα. Όταν ο πατέρας ρωτάει ποια είναι η γνώμη τους για τις πολιτικές εξελίξεις, η μικρή κόρη λέει σκωπτικά: «Δεν έχει σημασία. Ό,τι και να ψηφίσεις, ΠΑΣΟΚ βγαίνει». Ο πατέρας φουντώνει, «Παρ’ το πίσω!» λέει, «Όχι, δεν το παίρνω!», «Πάρ’ το πίσω!», κι όσο οι κραύγες συνεχίζονται τόσο βγαίνουν απ’ το οικογενειακό άλμπουμ θαμμένα στιγμιότυπα απο παλιές εκλογές, από παμπάλαιες ψήφους, από αρχαίες πολιτικές αποφάσεις, που μ’ έναν ευρηματικό τρόπο δένονται εκ των υστέρων με τη διαδρομή της οικογένειας και με το πόσο αυτή επηρεάστηκε από τα γεγονότα. Κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο κι αλληλοκατηγορούνται μπροστά από γαλάζια παραθυρόφυλλα

Όταν όλα φτάνουν σε μια κορύφωση, το πρωτόκολλο επιταχύνεται. Είναι η στιγμή της απολύτως προσωπικής επίθεσης. «Η μάνα σας τους ψήφιζε!», «Είδαμε και σένα που σ’ έπειθαν οι πολιτικάντηδες στην Ντάπια, κορόιδο, έ κορόιδο!» -κι είναι αυτός που αποχωρεί πρώτος απ’ το τραπέζι, κοπανώντας πίσω του τις πόρτες. Η γυναίκα του μένει για λίγο στη θέση της, σιωπηλή, μασουλάει μέχρι ν’ ανακτήσει κάπως την αυτοκυριαρχία της μόλις αυτό γίνεται, πετάει την πετσέτα στο πιάτο και σηκώνεται. Τότε, η μικρή κόρη σηκώνεται κι αυτή και πάει να κλειστεί στο δωμάτιό της. Μένει μόνο η μεγάλη κόρη στη βεράντα. Στέκεται όρθια, προσπαθεί να δει τη θάλασσα και μέσα της διαμαρτύρεται για τη δόμηση. Βάζει τα χέρια στη μέση, αναρωτιέται γιατί ήρθε εδώ και πάει κι αυτή στο δωμάτιό της.

Μόνο το τραπέζι με τ’ αποφάγια απομένει και περιμένει τις μέλισσες να έρθουν. Οι συνδαιτυμόνες έχουν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους κι ο καθένας σκέφτεται τι άλλο θα μπορούσε να έχει πει για να έχει περισσότερο δίκιο απ’ τους υπόλοιπους. Σ’ αυτά τα οικογενειακά τραπέζια ο ένας γδέρνει με κάθε τρόπο τον άλλο κι αποχωρούν όλοι ξεπουπουλιασμένοι σαν κοτόπουλα. Όσες ιδιαιτερότητες κι αν έχει, είναι μια ακόμα οικογένεια που γίνεται ορεκτικό στο μενού της πολιτικής.

*

  Το επόμενο βράδυ τα κορίτσια είναι καλεσμένα σ’ ένα γιωτ. Προβάρουν αεράτα φορέματα και κατά τις εννιά εξαφανίζονται απ’ το σπίτι. «Εμείς τι θα κάνουμε;» ρωτάει η γυναίκα. «Έχει έρθει ο τέτοιος», λέει, «θα πάμε στην Ντάπια να πιούμε ένα ποτό». Ο όρος τέτοιος είναι συνθηματικό και σημαίνει κάποιον απ’ το χώρο της πολιτικής, συνήθως έναν παλιό βουλευτή που δεν έχει εκλεγεί και προσπαθεί ν’ ανακτήσει ψήφους και να ξαναφτιάξει αυλή. «Ωχ, κατάλαβα…», λέει εκείνη. «Άμα δε θες, μην έρθεις!»

Τελικά μια ώρα αργότερα βγαίνουν μαζί απ’ το σπίτι. Την ώρα που κλείνουν την εξώπορτα, βλέπουν το νησί να βυθίζεται ξαφνικά στο σκοτάδι. «Τι διάολο!» λέει αυτός. Ανάβουν τις οθόνες των κινητών για να φωτίσουν τα βήματά τους. «Ορίστε!», λέει εκείνος, «η Πρώτη Φορά Αριστερά έκοψε το ρεύμα στις Σπέτσες!» Η γυναίκα τον κοιτάζει αγριεμένη και λέει: «Ναι, ναι, ξέρεις γιατί; Επειδή η Μια Ζωή Δεξιά ακρίβυνε χίλιες φορές το ρεύμα!»

Κόσμος κάθεται στα εστιατόρια με κεριά περιμένοντας μια μερίδα φαγητό που θα κάνει ώρα να σερβιριστεί. Στα παγωτατζίδικα συνωστίζονται παιδιά που γεμίζουν χωνάκια με τρεις γεύσεις παγωτό από φόβο μήπως αργότερα το βρουν λιωμένο. Όλος ο κόσμος μοιάζει να έχει κατέβει στο λιμάνι και να στέκεται μπροστά στη σκοτεινή θάλασσα. Κάθονται όλοι στο πεζούλι με πλάτη στο κύμα και μιλάνε. Το ζευγάρι διασχίζει τον κόσμο δίχως να μιλάει. Άμαξες που τις σέρνουν άλογα προχωρούν στα σκοτεινά και μόνο ένα ασθενικό φανάρι στο πλάι συνοδεύει τον καλπασμό. Μια παρέα από μικρά παιδιά θέλει να κάνει ποδηλατάδα μέσα στο σκοτάδι κι οργανώνεται σαν αγέλη πέντε μέτρα πιο κάτω, οι γονείς τους, έχοντας συνασπιστεί σε μια πιο στοιβαρή αγέλη, τ’ αποθαρρύνουν.

Το ζευγάρι περνάει μπροστά απ’ τα θάλάσσια ταξί, που δένονται το ένα με τ’ άλλο σαν θίασος κι αφήνουν το κύμα να τα παρασύρει. Ανεβαίνουν στην Ντάπια και τότε εκείνος την κοιτάζει ανεπαίσθητα και της πιάνει το χέρι. Στα λιγοστά σκαλάκια που ανεβαίνει είναι σαν να συνειδητοποιεί ξανά ότι αυτή είναι η σύζυγός του. Εκείνη απλώς χαμογελά. Προχωρούν πιασμένοι χέρι-χέρι και δείχνουν σχετικά ευδιάθετοι. Είναι ένα ζευγάρι που εκδηλώνεται στο δημόσιο χώρο κι έχει αποφασίσει να κρατάει τις εντάσεις μακριά από βλέμματα. Βλέποντας από απόσταση τον τέως βουλευτή να πετάγεται σαν φελλός μπουκαλιού απ’ τη θέση του για να τους υποδεχτεί, χαμογελούν πλατιά. Γύρω απ’ τον τέως βουλευτή βρίσκονται τουλάχιστον δεκαπέντε άτομα, μία χούφτα ψήφοι. Η γυναίκα σκέφτεται ότι βαριέται να καθήσει ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, ο άντρας προσδοκεί ν’ αδράξει λίγη ελπίδα. Το ζευγάρι, πιασμένο χέρι-χέρι, ζητά χαμογελάστα απ’ τους υπόλοιπους θαμώνες λίγο χώρο για να περάσει. Εκείνος λέει συνεχώς «συγγνώμη» κι εκείνη «ευχαριστώ», ένας ακόμη μικρός κι ασυνάρτητος διάλογος σαν αυτούς που τόσα χρόνια έχουν συνηθίσει.

Πίσω απ’ το τραπέζι του τέως βουλευτή, κάθεται ένα νεαρό ζευγάρι. Είναι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι που πίνουν τζιν τόνικ και μοιράζονται πατατάκια απ’ το μπωλ. Βλέπουν τον τέως βουλευτή να έχει ήδη απλώσει το χέρι του και το ζευγάρι ν’ απέχει πια δυο μέτρα απ’ τη χειραψία. Τότε, το κορίτσι σκύβει στο αυτί του αγοριού:«Κοίτα αυτούς τους παππούδες. Μπορεί να είναι τόσα χρόνια μαζί, αλλά αυτός την αγαπάει», λέει. «Όχι σαν εσένα».