*Ένα κομμάτι που δε βρήκε τελικά θέση στο Όριο και το Κύμα.

  Δεν έχει απομείνει τίποτα στο μαγάζι, εκτός από το καθρέφτισμα του απέναντι παραθύρου στη βιτρίνα. Ο παλιός ιδιοκτήτης του καταστήματος στέκεται πίσω απ’ αυτό το παράθυρο. Μένει πολλά χρόνια εκεί. Κάθε πρωί, προτού διασχίσει το δρόμο για να πιάσει δουλειά, παρατηρούσε τη βιτρίνα πίνοντας τον καφέ του. Τι έλειπε άραγε από τη βιτρίνα; Ποια προϊόντα κοιτούσαν περισσότερο οι περαστικοί; Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του να μένει απέναντι: ήταν ο τρόπος του να κάνει έρευνα αγοράς και ν’ ανανεώνει τα είδη στα ράφια του. Το βλέμμα των περαστικών ήταν οι ανάγκες τους. Αυτός, έπρεπε απλώς να διαβάσει αυτό το βλέμμα και να το αποκωδικοποιήσει.

  Δεν είδε ωστόσο εγκαίρως τον τοίχο που ξέφτιζε. Κομμάτια από το χρώμα έχαναν τη θέση τους και ο τοίχος σιγά σιγά γινόταν διάφανος. Δεν έδωσε όμως πολλή σημασία ούτε όταν το αντιλήφθηκε: «δεν είναι δική μου δουλειά», σκέφτηκε, «εφόσον πληρώνω τους φόρους μου αυτή είναι δουλειά της πόλης». Εξακολουθούσε να κοιτάζει τη βιτρίνα του καταστήματός του και στην προσπάθειά του να καλύψει τις ανάγκες των περαστικών άρχισε ν’ αποκόπτεται απ’ την πραγματικότητα. Στο τέλος, του έγινε έμμονη ιδέα ποιο ραδιόφωνο να φέρει στο μαγαζί και ποια ηλεκτρική σκούπα. Ήταν τόσο απασχολημένος που σταμάτησε να διαβάζει εφημερίδες και δεν έμαθε εγκαίρως για την κρίση που χτυπούσε την πόλη. Μόνο όταν ο κόσμος σταμάτησε ν’ αγοράζει άρχισε να σκέφτεται ότι κάτι δεν πάει καλά.

  Άρχισε τότε ν’ αφαιρεί προϊόντα από τη βιτρίνα σε μια προσπάθεια να περιορίσει το κόστος και κάθε μέρα η ποικιλία λιγόστευε. Δεν είχε πια ούτε τα καλύτερα είδη αλλά ούτε και τις καλύτερες τιμές. Τον τελευταίο μήνα επέστρεψε όλο το στοκ και στη βιτρίνα απέμεινε μια φωτογραφική μηχανή, την οποία αγόρασε κάποιος στη μισή τιμή. Ύστερα, το μαγαζί έκλεισε κι έμεινε μόνο η επιγραφή να το θυμίζει. Ο ιδιοκτήτης δε διέσχισε ξανά το δρόμο και πια κοιτάζει απλώς την άδεια βιτρίνα από το παράθυρό του. Αν καμιά φορά σταματήσει ένας άνθρωπος μπροστά της, προσπαθεί να μαντέψει τι θα ήθελε ν’ αγοράσει. Εξακολουθεί να έχει ιδέες αλλά καθόλου κεφάλαιο για να ξαναβάλει μπροστά τη μικρή του επιχείρηση.

  Παρόλα αυτά, κάποια βράδια ονειρεύεται πως ένας εργάτης του δήμου έχει έρθει να βάψει τον τοίχο σε κάποιο χρώμα φωτεινό. Ο ίδιος βρίσκεται δίπλα του και γυαλίζει τη βιτρίνα μ’ ένα καθαριστικό που έχει για σήμα του ένα πράσινο βατραχάκι. Ονειρεύεται ότι τον ρωτούν για διάφορα είδη τα οποία φροντίζει να σημειώνει στην ατζέντα του. Στο όνειρό του δε στέκεται ποτέ πίσω απ’ το παράθυρο, βρίσκεται πάντοτε στο δρόμο και μιλάει με τους ανθρώπους. Αυτά τα όνειρα έχουν πάντοτε μέσα τους μια ευφορική διάθεση, μια αίσθηση αναγέννησης. «Δεν μπορεί να είναι ιδέα μου», σκέφτεται, «το γράφουν άλλωστε πια και οι εφημερίδες».