Βρίσκομαι σε μια άκρη του Βερολίνου και κοιτάζω το χιόνι που πέφτει έξω από το παράθυρο. Το χιόνι είναι το μοναδικό φυσικό φαινόμενο που με γοητεύει: σβήνει τις επικράτειες μέσα σε μια νύχτα και τις παραδίδει σαν λευκές σελίδες. Οι πόλεις μοιάζουν τότε έτοιμες να ξαναγραφτούν.

Ο συγγραφέας που κάθεται στο δωμάτιο και γεμίζει μια λευκή σελίδα, αναμετράται με την εποχή του προσπαθώντας επίμονα να ξαναγράψει το τοπίο. Στέκεται απέναντι στους προσδιορισμούς της μαζικής κουλτούρας και της στατιστικής και προσπαθεί να βρει έναν χώρο για να εκφραστεί. Δεν είναι πάντοτε η ανάγκη να πει κάτι καινούργιο συχνά είναι η πεποίθηση ότι το ειπωμένο εξακολουθεί να μην είναι αρκετό. Το γράψιμο είναι μια πράξη εγωιστική και συνάμα παράλογη: ο άνθρωπος που θέλει να διαφοροποιηθεί και γι’ αυτό επιλέγει ν’ ασχοληθεί μ’ ό,τι φαντάζεται.

Ωστόσο, καταγράφοντας κανείς τα όσα φαντάζεται παίρνει ταυτόχρονα θέση στα ζητήματα της πραγματικότητας. Τα μικρά και τα μεγάλα θέματα της καθημερινότητας γεννούν ιστορίες που στόχο έχουν είτε να σχολιάσουν είτε να κρίνουν. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας έχει χρέος ν’ αμφισβητήσει και να προτείνει. Αν η λογοτεχνία πάψει ν’ αμφισβητεί, τότε καλύτερα να μην υπάρχει. Μόνο μέσα από τη διαρκή αμφισβήτηση ίσως προκύψει κάποτε το βιβλίο που (όπως το μάρκετινγκ αρέσκεται να λέει) «θ’ αλλάξει τον κόσμο». Στην πραγματικότητα, κανένα βιβλίο δεν άλλαξε ποτέ τον κόσμο. Υπήρξαν ωστόσο βιβλία που τον μετατόπισαν, που διέλυσαν βλακώδεις αντιλήψεις, που παρέδωσαν καινούργιες ερμηνείες, που μας έμαθαν τελικά να βλέπουμε.

*

   Προσπαθώ να γράφω για όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα μπορώ και διαβάζω σχεδόν οτιδήποτε πέφτει στα χέρια μου. Αντιμετωπίζω πάντοτε τα βιβλία σαν μικρές ζωές μέσα στη ζωή και βρίσκω περισσότερο ενδιαφέρον στις ιστορίες που ξεκινούν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα σπουδαίο και τελειώνουν επίσης σαν μην έχει συμβεί τίποτα σπουδαίο. Μ’ ενδιάφερει το τι μεσολαβεί, ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες αποφασίζουν να ζήσουν τις ζωές τους αλλά κι ο τρόπος με τον οποίο κινούνται εντός οποιουδήποτε κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, βασισμένοι άλλοτε στο συναίσθημα, άλλοτε στη λογική, συχνά σε τίποτα απ’ τα δύο. Το αν τα καταφέρνουν τελικά ή όχι, μου φαίνεται δευτερεύον: η λογοτεχνία δεν είναι υποχρεωμένη να μιλάει για επιτυχίες όπως οι επιστήμες του χρήματος.

Σ’ ένα κείμενο θεωρώ αδιαπραγμάτευτη τη γλώσσα κι όχι την πλοκή. Είναι οι λέξεις κι ο ρυθμός του κειμένου που δημιουργούν μια μουσική ικανή ν’ αναδείξει το θέμα, όσο συνηθισμένο κι αν είναι αυτό. Κάθε κείμενο διέπεται απ’ τις πρώτες κιόλας γραμμές του από έναν συγκεκριμένο ρυθμό. Τις ώρες που γράφω δεν υπάρχει στο μυαλό μου κανένας αναγνώστης και κανένα κοινό υπάρχει μόνο η ανάγκη ν’ ακολουθήσω αυτόν το ρυθμό, να χρησιμοποιήσω τις πιο κατάλληλες λέξεις και ν’ αφήσω την ιστορία να εξελιχθεί. Αισθάνομαι σαν θεατής του εαυτού μου, ο οποίος κρίνει με βάση την αισθητική του αυτό που βλέπει να διαμορφώνεται μπροστά του. Όταν μετά από ένα διάστημα εντατικών διορθώσεων το κείμενο ολοκληρωθεί, αποφεύγω να το ξαναδιαβάσω. Φοβάμαι ότι οι λέξεις θα χάσουν τη σειρά τους και θα πρέπει ν’ αρχίσω ξανά από το μηδέν τότε, καταλαβαίνω ότι αν κάποιος μπορεί να σώσει το βιβλίο, αυτός είναι μόνο ο αναγνώστης.

Έχοντας τρία βιβλία πίσω μου κι ιδέες γι’ άλλα που δεν ξέρω αν θα τα γράψω, εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι γιατί κάθομαι σ’ ένα δωμάτιο ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις. Δεν ξέρω καν τι με κινητοποιεί για να γράψω. Αν θα έπρεπε να πω υποχρεωτικά κάτι, τότε θα έλεγα ότι μέσα απ’ το γράψιμο μαθαίνω τις απόψεις μου. Είναι ο τρόπος για να έρθω σ’ επαφή με θέματα που μέχρι τότε αγνοούσα. Μπορεί το ερέθισμα να είναι μια πρόταση ή μια εικόνα, όμως τελικά η περιέργεια είναι ο κινητήριος μοχλός για ν’ αρχίσω να αναζητώ, να σκέφτομαι και τελικά να γράφω. Μόνο όταν όλα γίνουν λέξεις αισθάνομαι ότι έχω διανύσει μια απόσταση. Φαντάζομαι συχνά ότι γράφω σε μια μπομπίνα χαρτιού. Χρειάζονται δεκάδες χιλιάδες λέξεις, η μια δίπλα στην άλλη, για να γράψει κανείς ένα βιβλίο. Όταν τελειώνω ένα γραπτό, φαντάζομαι αυτή την μπομπίνα να ξετυλίγεται: τα χιλιόμετρα των γραμμένων λέξεων μετρούν την απόσταση που με χωρίζει απ’ την πρότερη άγνοια.

*

   Υπάρχουν σίγουρα καλύτεροι τρόποι για να κερδίζει κανείς τη ζωή του ή απλώς για να τη ζει. Όπως επίσης, είναι καλύτερο (μάλλον) να περνάει κανείς τις μέρες του με πραγματικούς ανθρώπους κι όχι με φανταστικούς. Πιάνω συχνά τον εαυτό μου να κοιτάζει έξω από παράθυρα κι αυτή είναι μια μικρή πολυτέλεια που δε σκοπεύω ν’ απαρνηθώ. Ξέρω πως έξω απ’ το παράθυρο του αιωνόβιου κτηρίου όπου βρίσκομαι πριν από εκατό χρόνια έχει κοιτάξει κάποιος άλλος. Πολύ πιθανό -το εύχομαι- σ’ εκατό χρόνια να κοιτάζει ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Αυτή η συνέχεια στα βάθη του χρόνου είναι μια οπτική της Ιστορίας την οποία ο συγγραφέας έχει χρέος να την καταγράψει και να τη σώσει από τη λήθη.

Το βλέμμα ενός οποιουδήποτε ανθρώπου μπροστά από ένα οποιοδήποτε παράθυρο σε μια οποιαδήποτε εποχή μπορεί να γίνει πάντοτε βιβλίο. Ο συγγραφέας είναι ένας καταγραφέας βλεμμάτων και με δεδομένο ότι υπάρχουν άλλες τέχνες οι οποίες αποτυπώνουν τον ορατό κόσμο καλύτερα, η λογοτεχνία επιφορτίζεται με το καθήκον ν’ αποτυπώσει και τον αόρατο. Ο αόρατος κόσμος είναι εξίσου σημαντικός:αφηγείται περισσότερα πράγματα για το ανθρώπινο «είναι» κι αποτελεί το καύσιμο των επιδιώξεων. Μοιάζει με μύχιες ταινίες μικρού μήκους που τις προβάλλουμε κατά βούληση όταν στεκόμαστε μπροστά από ένα παράθυρο –και καμιά φορά τις καταγράφουμε κιόλας. Τις πιστεύουμε μ’ όλη μας τη δύναμη αυτές τις σύντομες ταινίες. Είναι ακριβώς αυτή η πίστη που επιβεβαιώνει την αξία τόσο της λογοτεχνίας όσο και του αόρατου κόσμου. Ό,τι φανταζόμαστε είναι υπαρκτό.

*Το κείμενο γράφτηκε τον Ιανούαριο του 2013 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου στο περιοδικό bibliotheque. Εδώ αναδημοσιεύεται με μικρές αλλαγές.