Για τον Γιάννη Χ.

 Σ’ εκείνη την –δυστυχώς όχι και τόσο μακρινή- εποχή που παρίστανα τον φοιτητή, θυμάμαι ότι αποκαλούσα το πανεπιστήμιο ως Πανεπιζήμιο. Κανένας από τους καθηγητές που το άκουγε δε συμφωνούσε. Κουνούσαν με αποδοκιμασία τα αργόμισθα κεφάλια τους και αντέτειναν ότι το πτυχίο θα μας εκτόξευε στο μέλλον. Πράγματι, μας εκτόξευσε απλά, όσοι το πήραν βγήκαν και εκτός τροχιάς.

 Από την άλλη, το συγγενολόι κι ο κάθε λογής περίγυρος που εμφανίζεται αυτόκλητα για να εκφράσει την άχρηστη άποψή του, επέμενε: «να το πάρεις το χαρτί κι ας μην το χρησιμοποιήσεις ποτέ». Ως όρος για το πτυχίο, το χαρτί ενέχει την άγνοια: παίρνεις κάτι άνευ περιεχομένου που δεν ξέρεις ούτε τι είναι ούτε τι θα γραφτεί πάνω του. Επιρρεπής στο ακατέργαστο, ο νεοέλληνας εκφράζεται για κάθετι σημαντικό με όρους που στερούνται βάθους: τρανό παράδειγμα τα γλυπτά του Παρθενώνα που αποκαλούνται απλώς μάρμαρα.

 Η διάχυση της πτυχιοθηρίας στην κοινωνία της ευμάρειας και του βλαχο-λαιφστάιλ της δεκαετίας του ’90 ήταν κάθετη. Διέσχισε όλα τα στρώματα σαν ξίφος και καρφώθηκε στην καρδιά κάθε σπιτιού ως εμμονή. Η ελευθερία της επιλογής πήγε περίπατο: ο κάθε φοιτητής είτε εκπλήρωνε τ’ απωθημένα της προηγούμενης γενιάς είτε αλληθώριζε προς σχολές που γίνονταν της μόδας. Κάποτε ήταν ό,τι είχε σχέση με ηλεκτρονικούς υπολογιστές («εκεί είναι το μέλλον»), άλλοτε οι οικονομικές σχολές («εκεί είναι το μέλλον»), σταθέρα το Πολυτεχνείο («εκεί έχει πάντα μέλλον»), σταθερά η Ιατρική («εκεί έχει πάντα μέλλον» –και απωθημένα). Φυσικά, στο λεξικό του ελληνικού υποσυνείδητου, η λέξη μέλλον σημαίνει φράγκα.

 Διαβάζοντας τις τελευταίες μέρες τον ημερήσιο τύπο, έπεσα πάνω στον καινούργιο βλακώδη νεολογισμό: οι λιμνάζοντες φοιτητές. Φαντάζεται κανείς παραγεμισμένα κεφάλια φοιτητών σ’ ένα έλος από σάπιες σελίδες γραμμένες από καθηγητές –κι όταν μαζευτούν πολλοί κι αρχίσουν να μη χωράνε ή να κάνουν μπουρμπουλήθρες στο βούρκο, κάποιος θα εμφανιστεί να πει τη βλακεία του. Ο νεολογισμός «θα επικοινωνηθεί» (η φράση-τοτέμ της εποχής, έστω κι αν είναι λανθασμένη και ηλίθια) από τα κατάλληλα κανάλια προκειμένου ν’ αντικαταστήσει τον αιώνιο φοιτητή. Ο αιώνιος φοιτητής ήταν ένας όρος περισσότερο ανέμελος, ίσως ελαφρά ρομαντικός, έστω κι αν ελάχιστοι από τους αιώνιους φοιτητές ζούσαν έτσι. Ο όρος “λιμνάζοντες φοιτητές” αποπνέει από την άλλη τη δυσωδία ενός ολόκληρου συστήματος, που εκτός από τα αμφίβολα εφόδια που παρείχε, δεν έδινε ποτέ το δικαίωμα στο λάθος: ποιος απ’ αυτούς που σιχαινόταν τις σπουδές του μπόρεσε να μεταπηδήσει σε άλλη σχολή; Μπόρεσε ποτέ κανείς να σπουδάσει κάτι άλλο όταν διαπίστωνε ότι το μέλλον του δεν ταυτιζόταν με τις σπουδές που είχε επιλέξει –ή του ‘χαν επιλέξει- προτού ενηληκιωθεί; Όχι. Έπρεπε να πάρει το χαρτί -κι ας μην το χρησιμοποιούσε ποτέ.

 Οι λιμνάζοντες φοιτητές θα μπορούσε ως όρος –δυνητικά- να είναι πιο δόκιμος από τους αιώνιους. Αλλά δεν είναι, επειδή αποδίδεται, συγγνώμη, επειδή επικοινωνείται από τους δημιουργούς της κατάστασης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μεταβιβάζεται το πρόβλημα των θυτών στο θύμα: εσύ φταις που είσαι λιμνάζων. Αυτή είναι η χυδαιότητα ενός κράτους που παρακμάζει: να μεταβιβάζει όλες τις αστοχίες και τις παθογένειές του στο άτομο και να ισχυρίζεται επιπλέον με θράσος ότι «την είχες την ευκαιρία σου».

 Δεν τελείωσα το Πανεπιζήμιο και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Δεν έχω ιδέα αν έχω διαγραφεί ή όχι –αν είμαι αιώνιος, λιμνάζων ή βαθιά νυχτωμένος. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια τηλεφωνούσαν αρχές Σεπτέμβρη από τη Γραμματεία και ρωτούσαν αν έχω σκοπό να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Είχαν ύφος αρκετών καρδιναλίων και ακούγονταν ανυπόμονοι. Ίσως ανυπομονούσαν ν’ ανέβουν σε κάποιον από τους ορόφους όπου στεγάζονταν οι καθηγητές, αφού στην Ελλάδα όλοι αξίζουν πάντα κάτι καλύτερο από τον ημιόροφο. Άφηνα λίγο χρόνο να περάσει μέχρις ότου διακρίνω στο «Με ακούτε;» τον τόνο του εκνευρισμού. Τότε, απλώς απαντούσα πως αυτός που ζητούσαν δεν ήταν εκεί και πως θα έπρεπε να ξανακαλέσουν από Δευτέρα. Όντως δεν ήμουν εκεί: αντί εκτόξευσης, είχα προτιμήσει να βυθιστώ σ’ αυτά που μ’ ενδιέφεραν. Ήμουν εκτός τροχιάς και –στο μέτρο πάντα της ιδιοσυγκρασίας μου- χαρούμενος.