Οι πιο παλιές απ’ αυτές κουβαλούν την τεχνοτροπία που χτίζονταν κάποτε οι πόλεις. Στα περίτεχνα στολίσματά τους αποτυπώνεται η αισιοδοξία για τη ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα που μόλις ολοκληρώνονταν. Αυτά τα μοτίβα δίνουν έναν τόνο διθυραμβικό στις λάμπες που στέκονται στην κορυφή: είναι στήλες φωτός που υψώνονται πιο ψηλά απ’ τα κεφάλια κι αγκυροβολούν στη μέση της νύχτας σαν ψηλόλιγνοι Άτλαντες.

Οι πρώτες λάμπες γκαζιού τοποθετήθηκαν πριν από περίπου δύο αιώνες στους δρόμους του Βερολίνου. Είναι μια κατάκτηση εκείνης της εποχής το ότι οι πόλεις παύουν να βυθίζονται τις νύχτες στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν είναι φυσικά μόνο το αίσθημα ασφάλειας που εδραιώνεται στη νύχτα: τα καταστήματα επεκτείνουν τα ωράρια λειτουργίας τους, τα καφενεία -όπου ζυμώνονται οι ιδέες του 19ου αιώνα- μένουν ανοιχτά έως αργά, οι παραστάσεις στα θέατρα πολλαπλασιάζονται. Το φως απ’ τις λάμπες δεν μεταβάλλει μόνο τα ανθρώπινα ωράρια αλλά και το χαρακτήρα της πόλης: το Βερολίνο παύει να είναι μια ακόμα μεγαλούπολη και γίνεται μητροπολιτικό κέντρο.

Περισσότερες από σαράντα χιλιάδες λάμπες γκαζιού παραμένουν σε λειτουργία μέχρι σήμερα στο Βερολίνο. Ολόκληρες γειτονιές φωτίζονται απ’ το φως τους, που μοιάζει να έρχεται απ’ τα βάθη του χρόνου. Οι σκιές που ξεμακραίνουν μέσα στη νύχτα για να χαθούν προς άγνωστο προορισμό θα υπήρχαν μόνο στη φαντασία χωρίς αυτές τις παλιές λάμπες –κι είναι οι ίδιες σκιές που σμιλεύουν το δικαίωμα στο δημόσιο χώρο και στον ελεύθερο χρόνο.

Οι λάμπες γκαζιού άντεξαν την επέλαση του ηλεκτρικού φωτός, φώτισαν τις νύχτες των Πολέμων, στάθηκαν όρθιες απέναντι στο Τείχος. Ωστόσο, ό,τι δεν κατάφερε η Ιστορία, απειλεί να το κάνει το Κεφάλαιο: τα τελευταία χρόνια η συντήρησή τους πέρασε σε ιδιώτες, οι οποίοι μεθοδεύουν το γκρέμισμά τους με πρόσχημα τον αντι-οικολογικό χαρακτήρα τους και το υψηλό κόστος λειτουργίας, επιδιώκοντας την αντικατάστασή τους με ηλεκτρικές λάμπες.

Εδώ και αρκετά χρόνια η Οικολογία έχει αναρριχηθεί δικαίως στην υψηλότερη θέση του γερμανικού υποσυνείδητου. Όταν όμως εμπλέκεται η ιδιωτική πρωτοβουλία τότε γνώμονας είναι το οικονομικό όφελος και το Περιβάλλον είναι το πρόσχημα. Στο πέρασμα των χρόνων, η θεσμική Οικολογία αρχίζει ν’ αποκτά τη σκληρή ηθική του Κεφαλαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρείται προτιμότερο ν’ απωλέσει η πόλη ένα απ’ τα σημεία αναφοράς της στο βωμό μιας επένδυσης με οικολογική βιτρίνα [1][2]. Στο βωμό της επενδυτοκρατίας, που βαφτίζει οπισθοδρομικό οτιδήποτε αντιτάσσεται στα σχέδια της, η Οικολογία παραδίδεται εύκολα στο νεοφιλελευθερισμό. Αν ένα ερώτημα της Ηθικής είναι συχνά η πάλη φωτός και σκοταδιού, τότε εδώ, μπροστά στο διαφαινόμενο ξεριζωμό ενός κομματιού της ιστορίας της πόλης, φαίνεται να κερδίζει το σκοτάδι φινιρισμένο με λάμπες «Οικονομίας».

[1] Οι λάμπες γκαζιού αποδίδουν στο ακέραιο τα χρώματα, όπως και το φως της ημέρας. Αντίθετα, οι ηλεκτρικές λάμπες αποδίδουν μόλις το εξήντα-πέντε τοις εκατό των χρωμάτων.

[2] Οι ηλεκτρικές λάμπες έλκουν τα έντομα εξαιτίας της υπεριώδους ακτινοβολίας που εκπέμπουν, με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά τάφοι εντόμων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ν’ αποτελούν εστίες μόλυνσης για τα πουλιά που τρέφονται με έντομα. Οι λάμπες γκαζιού δεν εκπέμπουν υπεριώδη ακτινοβολία.