Σ’ ένα μικρό βαυαρικό εστιατόριο στο κέντρο του Όσναμπρουκ μια παρέα ανδρών κάθεται γύρω από ένα απομονωμένο τραπέζι. Καθένας απ’ αυτούς κρατάει στο χέρι ένα μαύρο κύπελλο. Παίζουν ένα παιχνίδι, το οποίο ονομάζεται Kniffel, κι ο κάθε παίχτης βάζει τα ζάρια μέσα σ’ ένα κύπελλο και τα χτυπάει. Είναι ένα κλασικό παιχνίδι τύχης και στρατηγικής και τα επιφωνήματα σπανίζουν -μόνο το τρίξιμο απ’ τα ζάρια ακούγεται.

Έχουν παραγγείλει έναν δίσκο με φαγητό και τσιμπολογούν ήσυχοι. Ωστόσο, κάθε μισή ώρα, όσο περίπου διαρκεί ένας γύρος του παιχνιδιού, κάποιος απ’ αυτούς σηκώνει το χέρι και παραγγέλνει μπύρες για όλη την παρέα. Η παχουλή σερβιτόρα γνέφει χαμογελαστά: φαίνεται να γνωρίζει αυτούς εδώ τους άντρες, το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για το εβδομαδιαίο ραντεβού τους. Η σερβιτόρα γεμίζει το δίσκο με ψηλά ποτήρια μπύρας και στη συνέχεια τα μεταφέρει στο τραπέζι των ανδρών.

Μόλις η γυναίκα απομακρύνεται, οι άντρες αφήνουν στην άκρη τα κύπελλα με τα ζάρια. Σηκώνουν τις μπύρες τους, κοιτάζονται και στη συνέχεια χτυπούν συνεχόμενες φορές τους πάτους των ποτηριών στο ξύλινο τραπέζι. Έπειτα, τσουγκρίζουν τα ποτήρια με δύναμη και φωνάζουν τρεις φορές δυνατά, «Αλληλούια». Οι πελάτες του εστιατορίου γυρίζουν με απορία τα κεφάλια τους προς το τραπέζι. Οι άντρες πίνουν μια γουλιά απ’ την μπύρα κι ύστερα συγκεντρώνονται ξανά σιωπηλοί στο παιχνίδι τους.