Στις 27 Ιανουάριου 1990 δύο ποδοσφαιρικές ομάδες παρατάχθηκαν στο χορτάρι του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου. Ήταν ένας φιλικός αγώνας ανάμεσα στη γηπεδούχο Χέρτα και την Ουνιόν, δυο ομάδες από την ίδια πόλη αλλά με διαφορετικά πεπρωμένα: η μεν Χέρτα προερχόταν από το Δυτικό Βερολίνο, η δε Ουνιόν από το Ανατολικό. Το τοπικό ντέρμπι διεξήχθη δυο μήνες μετά την πτώση του Τείχους αλλά η επίσημη ενοποίηση των δύο Γερμανιών θα γινόταν εννιά μήνες αργότερα.

  Το εισιτήριο κόστιζε πέντε μάρκα και τα έσοδα διατέθηκαν εξ ολοκλήρου στα νοσοκομεία της Ανατολικής Γερμανίας. Τον αγώνα παρακολούθησαν περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες θεατές, οι οποίοι τραγουδούσαν συνθήματα υπέρ της ενοποίησης της πόλης. Ανάμεσα στους θεατές βρίσκονταν και εκατόν πενήντα οπαδοί της Ντιναμό Βερολίνου, της ομάδας που είχε δημιουργήσει η Στάζι κι είχε αποκτήσει το στάτους της «ομάδας των πρακτόρων»: μέσα σε μια νύχτα, η Στάζι είχε αρπάξει όλους τους παίκτες της Ντιναμό Δρέσδης και τους είχε εντάξει στο δυναμικό της βερολινέζικης ομάδας.

  Η πορεία για την ενοποίηση δε θα ήταν εύκολη κι εκείνο το απόγευμα τα πολιτικά συνθήματα ηλέκτριζαν την ατμόσφαιρα. Μόλις οι οπαδοί της Ντιναμό Βερολίνου έγιναν αντιληπτοί, το πλήθος άρχισε να φωνάζει εν χορώ «Έξω η Στάζι», ώσπου τελικά χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία. Η Χέρτα κέρδισε το ματς με 2-1 και το πρώτο της γκολ το σημείωσε ο Άξελ Κρούσε, ο οποίος το καλοκαίρι της προηγούμενης χρόνιας είχε κατορθώσει να δραπετεύσει από την Ανατολική Γερμανία. Όλα τα γκολ πανηγυρίστηκαν εξίσου από τους οπαδούς και των δύο ομάδων.

  Πέρα απ’ όλους τους συμβολισμούς που θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει, υπήρξε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που έμοιαζε να συνοψίζει όχι μόνο την ιστορία εκείνου του απογεύματος αλλά και τις απαιτήσεις μιας εποχής που ερχόταν. Ήταν, ουσιαστικά, ένας βασικός κανόνας του ποδοσφαίρου: το φάουλ. Κάθε φορά που μια ομάδα κέρδιζε φάουλ κοντά στην αντίπαλη περιοχή κι οι παίκτες σχημάτιζαν τείχος προκειμένου να προστατέψουν την εστία τους, οι θεατές φώναζαν ρυθμικά: «Το Τείχος πρέπει να πέσει» (“Die Mauer muss weg”). Μολονότι οι πρωταγωνιστές βρίσκονταν στον αγωνιστικό χώρο, ήταν οι θέατες που έδωσαν στο παιχνίδι την πραγματική του διάσταση: ήταν η εφευρετικότητα της στιγμής που μετέβαλε έναν βασικό κανόνα του παιχνιδιού σε εικόνα υψηλού συμβολισμού.