Τούρκικα, περσικά και ινδικά. Αυτό το εστιατόριο είναι ένας χώρος που φυλάσσεται ευλαβικά απ’ όσους έχουν αφήσει πίσω τους μια πατρίδα. Τοίχοι ποτισμένοι με πικάντικες μυρωδιές. Σερβιτόροι με λευκά πουκάμισα, που τα πυκνά μαλλιά τους έχουν λιπανθεί απ’ τα χρόνια στην κουζίνα. Στο ράφι τα μπαχαρικά στοιβάζονται σαν ταξιδιώτες που περιμένουν ένα τρένο να τους πάρει μακριά. Να σταματήσει μπροστά τους και να τους μεταφέρει ανατολικά.

Για την ώρα, σ’ αυτές τις πατρίδες μεταφέρονται μόνο εμβάσματα. Ένα σκληρό νόμισμα που κερδίζεται σε σκληρές δουλειές παίρνει το δρόμο του μεταξιού, ώσπου στο τέλος ξεστρατίζει σε κάποια επαρχία. Δρόμοι που δεν έχουν πάντα άσφαλτο, σπίτια που στερούνται υποδομών, κι ένα μέλλον στους μακρινούς αυτούς τόπους που εξαρτάται από το έμβασμα. Απ’ το κάθε πιάτο που σερβίρεται στο εστιατόριο, ίσως το αντίτιμο μιας μπουκιάς να φτάνει ως εκεί.

Αργά το βράδυ ο ιδιοκτήτης σβήνει τα φώτα. Κλειδώνει την πόρτα, χώνει το σαγόνι του μέσα στο πράσινο κασκόλ και περπατάει σκυφτός προς το σπίτι. Τριάντα χρόνια ονειρευόταν ν’ αφήσει πίσω του ένα σβησμένο απ’ το χάρτη χωριό κι άλλα τριάντα το νοσταλγεί και στέλνει εκεί εμβάσματα την πρώτη Δευτέρα κάθε μήνα.